πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… … Dictionary of Greek
λατυποπαγές — Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα πετρωμάτων. Αντίθετα με τα –παρεμφερούς σχηματισμού– κροκαλοπαγή, τα λ. είναι γωνιώδη με ζωηρές ακμές και συγκολλημένα με ορυκτή ουσία, συνήθως ασβεστολιθική. Τα γωνιώδη θραύσματα μαρτυρούν ότι δεν προηγήθηκε… … Dictionary of Greek
Αναγαλλίς — η Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Πριμουλιδών, με 30 περίπου είδη, ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών χωρών. Είναι ποώδη μονοετή, διετή ή πολυετή φυτά, με βλαστό πολλές φορές γωνιώδη και φύλλα ωοειδή ή στρογγυλά, αντίθετα, εναλλασσόμενα ή… … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
γωνιοκόρυφος — ο αυτός που καταλήγει σε γωνιώδη κορυφή … Dictionary of Greek
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… … Dictionary of Greek
λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… … Dictionary of Greek