γωνιώδη

γωνιώδη
γωνιώδης
angular
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
γωνιώδης
angular
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
γωνιώδης
angular
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… …   Dictionary of Greek

  • λατυποπαγές — Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα πετρωμάτων. Αντίθετα με τα –παρεμφερούς σχηματισμού– κροκαλοπαγή, τα λ. είναι γωνιώδη με ζωηρές ακμές και συγκολλημένα με ορυκτή ουσία, συνήθως ασβεστολιθική. Τα γωνιώδη θραύσματα μαρτυρούν ότι δεν προηγήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αναγαλλίς — η Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Πριμουλιδών, με 30 περίπου είδη, ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών χωρών. Είναι ποώδη μονοετή, διετή ή πολυετή φυτά, με βλαστό πολλές φορές γωνιώδη και φύλλα ωοειδή ή στρογγυλά, αντίθετα, εναλλασσόμενα ή… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… …   Dictionary of Greek

  • γωνιοκόρυφος — ο αυτός που καταλήγει σε γωνιώδη κορυφή …   Dictionary of Greek

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] …   Dictionary of Greek

  • λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… …   Dictionary of Greek

  • λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”